Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡ μαιευτικὴ τέχνη

См. также в других словарях:

  • μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • μαιευτικός — ή, ό (Α μαιευτικός, ή, όν) [μαιεύομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαίευση ή ο κατάλληλος για τη μαίευση (α. «μαιευτική κλινική» β. «μαιευτική τέχνη») 2. φρ. «οι μαιευτικοί διάλογοι» οι διάλογοι τού Πλάτωνος Αλκιβιάδης, Λάχης, Λύσις,… …   Dictionary of Greek

  • Idealer Staat — Römische Kopie eines griechischen Platonporträts des Silanion, das vermutlich nach dem Tod Platons in der Akademie aufgestellt wurde, Glyptothek München[1] Platon (griechisch  …   Deutsch Wikipedia

  • Platon — Römische Kopie eines griechischen Platonporträts des Silanion, das vermutlich nach dem Tod Platons in der Akademie aufgestellt wurde, Glyptothek München[1] Platon (altgriechisch Πλάτων Plátōn, latinisiert Plato; * 428/ …   Deutsch Wikipedia

  • κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον …   Dictionary of Greek

  • μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»